Yπό τον τίτλο «η Ευρώπη εκ νέου διαιρεμένη» η βελγική οικονομική εφημερίδα Λ’ Εκό δημοσιεύει ανάλυση του επιχειρηματία Τζορτζ Σόρος, σύμφωνα με τον οποίο, η λεγόμενη «ευρωπαϊκή κρίση» είναι νομισματική, είναι κρίση του εθνικού χρέους και επιπλέον είναι τραπεζική.
Η πολυπλοκότητα της κατάστασης δημιούργησε σύγχυση με πολιτικές προεκτάσεις, αναφέρει ο Σόρος, τονίζοντας ότι η λύση που η Ευρώπη ετοιμάζεται να εφαρμόσει υπαγορεύεται, στην πραγματικότητα, από τη Γερμανία, «διότι καμιά λύση δεν μπορεί να αγνοήσει την πιστοληπτική της ικανότητα». Οι προσπάθειες της Γαλλίας να επηρεάσει το αποτέλεσμα είναι περιορισμένες, λόγω της πολύ στενής συνεργασίας με τη Γερμανία, η οποία συμβάλλει καθοριστικά ώστε η Γαλλία να αξιολογείται με τριπλό Α, αναφέρει ο κ. Σόρος.
Συνεχίζοντας ο Σόρος σημειώνει ότι η Γερμανία κατηγορεί τις χώρες που έχασαν την ανταγωνιστικότητά τους και συσσώρευσαν χρέη ως υπεύθυνες της κρίσης. Επομένως, όπως αναφέρει, η Γερμανία θέλει να μεταφέρει όλο το βάρος της προσαρμογής στις ελλειμματικές χώρες. Παραβλέπεται όμως έτσι η μεγάλη ευθύνη της Γερμανίας στις τραπεζικές και νομισματικές κρίσεις, ακόμη και στην κρίση των εθνικών χρεών, σημειώνει .
«Στην αρχή, νομίζαμε πως το ευρώ θα έφερνε σύγκλιση στις οικονομίες της ευρωζώνης, Αντίθετα όμως, αύξησε τις αποκλίσεις. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χειρίστηκε το εθνικό χρέος όλων των κρατών της ευρωζώνης ως άνευ κινδύνου, και δέχτηκε τα κρατικά τους ομόλογα με ίσους όρους. Το γεγονός αυτό οδήγησε τις τράπεζες, οι οποίες όφειλαν να διαθέτουν ασφαλή περιουσία για να τηρούν τις υποχρεώσεις τους ως προς τη ρευστότητα, να κερδίσουν κάποιες επιπλέον μονάδες βάσης, επιβαρύνοντας όμως το εθνικό χρέος των πιο ανίσχυρων χωρών» επισημαίνει ο Σόρος.
Το γεγονός αυτό συνέβαλε, κατά τον Σόρος, στο να πέσουν τα επιτόκια στις χώρες που αποκαλούνται συλλήβδην «PIΙGS» (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία), και να διογκωθούν οι φούσκες των ακινήτων, τη στιγμή που το κόστος της ενοποίησης ανάγκαζε τη Γερμανία να σφίξει το ζωνάρι. «Αυτό προκάλεσε ταυτόχρονα διαφοροποίηση της ανταγωνιστικότητας και μία τραπεζική κρίση στην Ευρώπη, από την οποία οι Γερμανικές τράπεζες υπέφεραν περισσότερο από όλες» σημειώνει ο Σόρος.
Συνεχίζοντας ο Σόρος αναφέρει ότι «στην πραγματικότητα, η Γερμανία ενίσχυσε τις πιο χρεωμένες χώρες, για να προστατέψει το ίδιο της το τραπεζικό σύστημα. Το υπέρογκο εθνικό χρέος της Ιρλανδίας, π.χ., οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχές της Ευρωζώνης, επιθυμώντας να διασώσουν το τραπεζικό σύστημα, υποχρέωσαν τους Ιρλανδούς να εθνικοποιήσουν τις τράπεζές τους». Γι’ αυτό το λόγο, επειδή δηλαδή οι επιβαλλόμενες από τη Γερμανία ρυθμίσεις προστατεύουν το τραπεζικό σύστημα, θεωρώντας ως ιερή την αποπληρωμή του εθνικού χρέους, οι χρεωμένες χώρες δε πρέπει να αναλάβουν εξολοκλήρου το βάρος της αναπροσαρμογής, αναφέρει ο Σόρος.
Ο Σόρος αναφέρεται στη συνέχεια στις συνέπειες της διεθνούς τραπεζικής κρίσης, το 1982, η οποία, ουσιαστικά στοίχισε μία χαμένη δεκαετία για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. «Και οι σημερινές ρυθμίσεις τιμωρούν ακόμη περισσότερο τις χρεωμένες χώρες, απ’ ό,τι κατά τη δεκαετία του ’80, διότι θα πρέπει να πληρώσουν τεράστια πριμ ρίσκου μετά το 2013» αναφέρει ο Σόρος.
«Δεν είναι λογικό να ενισχύει κανείς το τραπεζικό σύστημα και να κρατάει μετέπειτα «ομήρους» τους πιστωτές, εισάγοντας όρους συλλογικής ευθύνης. Επιπλέον, η ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας που απαιτεί η Γερμανία θα επιβληθεί με άνισο τρόπο, τοποθετώντας τις χρεωμένες χώρες σε αφόρητη θέση, σε μια κατάσταση που θα μπορούσε να σπρώξει μέχρι και την Ισπανία στο γκρεμό, ενώ εισήλθε στην Ευρωπαϊκή κρίση με ένα επίπεδο χρέους χαμηλότερο από εκείνο της Γερμανίας» αναφέρει ακόμη ο Σόρος.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ζήσει λοιπόν κάτι χειρότερο από μία χαμένη δεκαετία: Θα πρέπει να υποστεί μία χρόνια απόκλιση, στην οποία οι χώρες με πλεόνασμα θα γνωρίσουν πλήρη ανάπτυξη και οι χρεωμένες χώρες θα βρίσκονται στην ουρά, επιβαρημένες με το συσσωρευμένο βάρος του χρέους τους. Επειδή οι κανόνες που θα υιοθετηθούν θα σφραγίσουν αμετάκλητα μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων, θα εμφανιστούν πιθανότατα αισθήματα μνησικακίας, που θα απειλήσουν την πολιτική συνοχή της» προβλέπει ο Σόρος.
Κατόπιν όλων αυτών ο Σόρος τονίζει ότι απαιτούνται δύο αλλαγές στα ευρωπαϊκά σχέδια: Πρώτον, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα πρέπει να υπηρετεί ταυτόχρονα τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος και των Κρατών-Μελών. Αυτό θα επέτρεπε, κατά τον Σόρος, στα εθνικά χρέη να αναδιαρθρωθούν χωρίς να προκληθεί τραπεζική κρίση. «Παρά την επιπλέον αυτή ευθύνη, το ύψος του ποσού του σχεδίου διάσωσης θα μπορούσε να παραμείνει ίδιο, διότι όλα τα ποσά που θα προορίζονται για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών ή τη ρευστοποίηση, θα μειώνουν ταυτόχρονα και τα ποσά που χρειάζονται οι κυβερνήσεις» τονίζει ο Σόρος σημειώνοντας παράλληλα ότι «το να τεθεί το τραπεζικό σύστημα κάτω από Ευρωπαϊκό έλεγχο, αντί να παραμείνει στα χέρια των Εθνικών Αρχών, θα αποτελούσε μία βασική πρόοδο, η οποία θα συνέβαλε και στην επιστροφή της εμπιστοσύνης. Και θα διαφώτιζε τους Γερμανούς για τον πραγματικό στόχο της επιχείρησης διάσωσης».
Δεύτερον, συνεχίζει ο Σόρος, «για να εξισορροπήσουν οι δυνάμεις, οι ρήτρες κινδύνου (σ.σ. που θα έχουν τα κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης από το 2013 και μετά) για το κόστος δανεισμού των χωρών που τηρούν τους κανόνες, θα πρέπει να καταργηθούν. Αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί μετατρέποντας το σύνολο του εθνικού χρέους σε ευρωομόλογα».
«Η κάθε χώρα θα εξέδιδε τότε τα δικά της ομόλογα με ρήτρες συλλογικής δράσης, πληρώνοντας τη ρήτρα κινδύνου μόνο στα ποσά εκείνα που ξεπερνούν τα όρια που προβλέπονται στη Συμφωνία του Μάαστριχτ (60% του ΑΕΠ). Η πρώτη πρόταση θα μπορούσε και θα έπρεπε να υιοθετηθεί αμέσως. Η δεύτερη θα πρέπει να περιμένει. Οι Γερμανοί δεν είναι καθόλου έτοιμοι να τη δεχτούν. Όμως, επιβάλλεται να υιοθετηθεί για να αποκατασταθεί η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη», καταλήγει ο Σόρος.