Νότα ελπίδας στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής: οι εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου της Κίνας αναμένεται να κορυφωθούν το 2025 και στη συνέχεια να αρχίσουν να μειώνονται, πέντε χρόνια νωρίτερα από τις προβλέψεις του Πεκίνου, επισημαίνει βρετανική έρευνα που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα διαγράμματα, η Κίνα, πρώτη παραγωγός εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως, αναμένεται να εκλύσει 12,5 έως 14 δισεκατομμύρια τόνους ισοδύναμους CO2 (GTCO2e/γιγατόνους διοξειδίου άνθρακα) το 2025, ένα ρεκόρ για τη χώρα αυτή, πριν οι εκπομπές αρχίσουν να μειώνονται, προβλέπει η μελέτη που διενεργήθηκε από τον οικονομολόγο Νίκολας Στερν, πρόεδρο του Ινστιτούτου Έρευνας Grantham για την Κλιματική Αλλαγή και το Περιβάλλον του London School of Economics (LSE) και τον επίσης αναλυτή Φέργκους Γκριν, του ιδίου ινστιτούτου.
«Το αποτέλεσμα αυτό υποδηλώνει ότι είναι όλο και πιο πιθανό ο κόσμος να αποφύγει μια υπερθέρμανση του πλανήτη που θα ξεπερνά τους 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα», υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έρευνας που διεξήχθη από δύο ερευνητικά ινστιτούτα του LSE.
Οι χώρες, που συνεδριάζουν έως την Πέμπτη στη Βόνη, διαπραγματεύονται σε μια προσπάθεια επίτευξης μιας παγκόσμιας συμφωνίας στο Παρίσι τον Δεκέμβριο, η οποία πρόκειται να διαδεχθεί το Πρωτόκολλο του Κιότο από το 2020. Πρόκειται για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 2 βαθμούς Κελσίου, όριο πέρα από το οποίο η επιστήμη προαναγγέλλει καταστροφικές συνέπειες στα οικοσυστήματα όπως και στις οικονομίες.
«Αναλύοντας τις τάσεις στους βασικούς τομείς εκπομπών ρύπων στην Κίνα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου έχουν ελάχιστη πιθανότητα να κορυφωθούν το 2030, το ανώτερο όριο που έθεσε ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ τον Νοέμβριο του 2014, και είναι πιθανότερο να κορυφωθούν έως το 2025», υπογραμμίζει η μελέτη. Και αυτό είναι πιθανόν να σημειωθεί ακόμη νωρίτερα.
Η κατανάλωση άνθρακα από τους Κινέζους μειώθηκε το 2014 και το πρώτο τρίμηνο του 2015, υπογραμμίζουν οι ερευνητές, οι οποίοι υπολόγισαν ότι η κατανάλωση έφθασε στο «μέγιστο» σημείο και αναμένεται να σταθεροποιηθεί σε περίοδο πέντε ετών, ενώ η χρήση φυσικού αερίου αυξάνεται. Μια μετατροπή την οποία επέτρεψαν διαρθρωτικές αλλαγές στην κινεζική οικονομίας, αλλά επίσης δημόσιες πολιτικές που έχουν τεθεί σε εφαρμογή προκειμένου να ευνοήσουν μια πιο αειφόρο ανάπτυξη και τη μείωση των περιβαλλοντικών συνεπειών.
Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του ΟΗΕ, οι χώρες οφείλουν να δημοσιοποιήσουν πριν από τις 31 Οκτωβρίου τις εθνικές τους δεσμεύσεις για τη μείωση μεσοπρόθεσμα των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, που αποτελούν αιτία της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Τριάντα εννέα χώρες έχουν ήδη κάνει γνωστές τις προθέσεις τους. Το Πεκίνο δεν έχει ακόμη ανακοινώσει τη συμβολή του σε αυτό.
«Η απάντηση στο ερώτημα αν ο κόσμος θα μπορέσει να διατηρήσει αυτόν τον ρυθμό (μέχρι τους +2 βαθμούς) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας ή πέρα από αυτήν, μετά το 2020, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα της Κίνας να προχωρήσει σε μείωση των εκπομπών της με σταθερό ρυθμό μετά την κορύφωσή τους», χωρίς να μείνει απλώς σε στασιμότητα, υπογραμμίζει η μελέτη. Το θέμα αυτό εξαρτάται επίσης «από ενέργειες άλλων χωρών κατά την προσεχή 20ετία, και από την παγκόσμια δράση που θα αναληφθεί τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν».
Σήμερα, οι παγκόσμιες εκπομπές ανέρχονται σε περίπου 50 GTCO2, το ένα τέταρτο των οποίων παράγεται μόνο από την Κίνα, σύμφωνα με την έρευνα.