Η ικανότητα της μάθησης μέσω της μίμησης δεν είναι μόνο ανθρώπινο προνόμιο!
Επιστήμονες κατάφεραν να αποδείξουν ότι τα ερπετά είναι σε θέση να μάθουν νέες δεξιότητες, μιμούμενα άλλους.
Οι ειδικοί πίστευαν μέχρι τώρα, ότι η ικανότητα αυτή είναι μοναδική στους ανθρώπους και τα προηγμένα πρωτεύοντα, όπως οι χιμπατζήδες.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Daily Mail στον ιστότοπό της, ερευνητές από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ουγγαρία βρήκαν, ότι οι γενειοφόροι δράκοι (bearded dragons – Pogona vitticeps) ήταν σε θέση να μάθουν πώς να ανοίγουν μια πόρτα σε ένα κλουβί, βλέποντας άλλα ζώα να το κάνουν.
Η έρευνα αυτή παρέχει για πρώτη φορά στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι τα ερπετά θα μπορούσαν να είναι σε θέση να αποκτήσουν κοινωνική μάθηση μέσω της μίμησης.
Η ικανότητα απόκτησης νέων δεξιοτήτων μέσα από την «πραγματική μίμηση της συμπεριφοράς άλλων» μέχρι τώρα θεωρούνταν ότι ήταν μοναδική στους ανθρώπους και τα προηγμένα πρωτεύοντα.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν μια σημαντική διαφορά, ανάμεσα στη μίμηση και την εξομοίωση, όταν μελετούν τις γνωστικές ικανότητες των ζώων.
Στην εξομοίωση, ένα ζώο αντιγράφει μια συμπεριφορά χωρίς να καταλαβαίνει τη βαθύτερη σημασία της: για παράδειγμα, όταν ένας παπαγάλος επαναλαμβάνει αυτά που λέει ο ιδιοκτήτης του.
Ανάμεσα στους επιστήμονες υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, ως προς το σε τι βαθμό τα μη πρωτεύοντα ζώα είναι ικανά να μιμηθούν πραγματικά μια συμπεριφορά.
Ερευνητές από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ουγγαρία παρουσίασαν τα πρώτα επιστημονικά στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι τα ερπετά θα μπορούσαν να είναι σε θέση να αποκτήσουν κοινωνική μάθηση μέσω της μίμησης.
«Τα ερπετά και τα θηλαστικά εξελίχθηκαν από έναν κοινό πρόγονο και η διερεύνηση των ομοιοτήτων και των διαφορών στη συμπεριφορά τους είναι απαραίτητη για την κατανόηση της εξέλιξης της γνώσης» ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης Dr Anna Wilkinson από τη Σχολή Επιστημών Ζωής του πανεπιστημίου του Λίνκολν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα συμπεράσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο ακαδημαϊκό περιοδικό Animal Cognition.
Στην έρευνα συμμετείχαν επιστήμονες από το πανεπιστήμιο Eötvös της Ουγγαρίας, από την Ακαδημία Επιστημών της Ουγγαρίας και από το πανεπιστήμιο Κτηνιατρικής της Βιέννης.