Η δυναμική εμφάνιση από μέδουσες και τσούχτρες στις θαλάσσιες περιοχές του Κορινθιακού και του Πατραϊκού κρατάει την πλειοψηφία των πολιτών μακριά από τη θάλασσα. Ο Βιολόγος – Ιχθυολόγος Καθηγητής ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας Δρ. Γεώργιος Χώτος, ως ο πλέον ειδικός, παρεμβαίνει μέσω της εφημερίδας «Πελοπόννησος» και αφενός μας ενημερώνει για τις μέδουσες και αφετέρου δίνει εξηγήσεις για την εμφάνισή τους. Ο κ. Χώτος αναφέρει πως «η κατάσταση είναι άνευ προηγουμένου. Αποτέλεσμα αυτής της “εισβολής” είναι η από εικοσαημέρου περίπου ερήμωση των δημοφιλών ακτών με μια θλιβερή ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας να πλανάται στην υπέροχη θάλασσά μας. Ολα βέβαια σε αυτή τη ζωή είναι παροδικά και παρόλο που το φιλοσόφημα αυτό το συνοδεύει μελαγχολικός αναστεναγμός, στην περίπτωση των μεδουσών το συνοδεύει η αγανακτησιακή προσμονή του “αμάν και πότε”. Το πότε θα τελειώσει όμως (επειδή σίγουρα θα τελειώσει) δεν το γνωρίζει κανείς και ο φόβος είναι μήπως μας καταστρέψει ολόκληρο το καλοκαίρι» σημειώνει ο εξηγεί: «Πρώτα απ’ όλα το ξεκαθάρισμα των εννοιών, επειδή “εκεί που η λέξη ξαστοχά τίποτα δεν υπάρχει”. Ετσι λοιπόν ας γίνει κατανοητό ότι “μέδουσα” και “τσούχτρα” είναι όροι ταυτόσημοι για το είδος που εγκαταστάθηκε στα μέρη μας. Τσούχτρα είναι ο όρος λαϊκιστή για εκείνες τις μέδουσες που κεντρίζουν. Υπάρχουν και μέδουσες που δεν κεντρίζουν αλλά η συγκεκριμένη που δεν λέει να μας εγκαταλείψει, είναι η κατεξοχήν “τσούχτρα”. Πρόκειται για το είδος Pelagia noctiluca. Στο ερώτημα «πώς απαλλασσόμαστε από τις μέδουσες;» ο καθηγητής απαντάει: «Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι δύσκολη αν υπάρχει βέβαια απάντηση. Κατ’ αρχάς υπάρχει η φύση που τις δημιουργεί και τις σκοτώνει (όπως όλα τα πλάσματα), υπάρχει και ο άνθρωπος που σκοτώνει για διάφορους λόγους. Στην περίπτωση της πελάτζια ο άνθρωπος μάλλον δεν μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα με άμεσο εξολοθρευτικό τρόπο. Δεν μπορεί ούτε να τις ψαρεύει μαζικά ούτε να τις δηλητηριάσει μαζικά. Ισως μπορεί με έμμεσο τρόπο να τιθασεύσει τον πληθυσμό τους αλλά πάντοτε με τους μηχανισμούς της φύσης. Και ερχόμαστε, έτσι, στη φύση και στις σχέσεις της μέδουσας πελάτζια με τους άλλους κατοίκους των θαλασσών. Δηλαδή με αυτούς που την καταναλώνουν ως τροφή. Τέτοιοι οργανισμοί είναι τα κητώδη (δελφίνια), οι θαλάσσιες χελώνες (Caretta caretta) και τα μεγάλα ψάρια (τόνος, κοπάνι, παλαμίδα, ξιφίας, κ.ά.). Ειδικά μάλιστα η θαλάσσια χελώνα λόγω της βραδυκινησίας της φαίνεται να έχει ως κύριο μενού μέδουσες. Ομως τα είδη αυτά (χελώνες και δελφίνια) που υφίστανται φανερή και αφανή καταστροφή από τα αλιευτικά εργαλεία, αποτελούν κατά τους αλιείς μάστιγα και καταστροφείς των διχτυών τους. Εξ’ ου και η “σιωπηλή” εξολόθρευσή τους όταν πιάνονται στα δίχτυα. Το πρόβλημα, λοιπόν, του υπερπληθυσμού των μεδουσών φαίνεται να έγκειται και στην έλλειψη θηρευτών τους. Και αυτό βέβαια το υποθέτουμε χωρίς να έχει αποδειχθεί ξεκάθαρα μέσω ειδικών επιστημονικών μελετών αλλά τουλάχιστον εδράζεται σε σοβαρά βιολογικά στοιχεία τα οποία αν επιδιώξουμε τη βελτίωσή τους δεν θα έχουμε παρά μόνο ωφέλεια για το θαλάσσιο οικοσύστημα. Δηλαδή με άλλα λόγια, καταπολεμώντας την υπεραλίευση (και την παράνομη και τη νόμιμη) είτε με τοπικές απαγορεύσεις, είτε με περιοδική καθολική απαγόρευση, είτε ακόμα και κηρύσσοντας μεγάλες θαλάσσιες περιοχές ως “πάρκα”, τονώνουμε τους πληθυσμούς των ψαριών και των άλλων ζώων, έχουμε περισσότερα αλιεύματα στο μέλλον και κατά πάσα πιθανότητα τιθάσευση των πληθυσμιακών εκρήξεων των μεδουσών. Φυσικά τέτοιες αποφάσεις δεν είναι εύκολο να τις λάβει η πολιτεία καθώς θα ξεσηκωθούν οι επαγγελματίες ψαράδες στους οποίους θα πρέπει να προσφερθούν αντισταθμιστικά κίνητρα. Στο σημείο αυτό αξίζει να σχολιαστεί και η “επιστημονική” αντιπρόταση που κυκλοφόρησε, διαδόθηκε ταχύτατα και ακούγεται ακόμα και από τους μη ειδικούς πολίτες. Αναφέρομαι στην “πρόταση” του να ελευθερωθούν-εμπλουτιστούν ο Κορινθιακός και Πατραϊκός Κόλπος με δελφίνια και χελώνες. Πρόκειται φυσικά για αστειότητες για ευνόητους-προφανείς λόγους. Αφενός δεν υπάρχουν εκτροφεία δελφινιών και χελωνών και αφετέρου και να ρίχναμε τέτοια ζώα στη θάλασσα σιγά μην τριγυρνούν αυτά στις περιοχές (και μόνο σε αυτές) που εμείς επιθυμούμε. Από όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τις άλλες υποθέσεις που ακούγονται σχετικά με την αιτιολόγηση του φαινομένου των μεδουσών αυτό που είναι αδιαφιλονίκητο είναι το γεγονός. Και το γεγονός είναι ότι οι πληθυσμιακές εκρήξεις των μεδουσών όντως παρουσιάζουν περιοδικότητα (μη τακτική πάντως) και το κυριότερο (σαν τους σεισμούς) δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσουν. Το ζήτημα είναι να παρουσιάζουν γρήγορη ύφεση και να μπορέσει να προβλεφθεί (όσο αυτό είναι δυνατό και όσο πιο νωρίς γίνεται) το φαινόμενο χρονικώς και τοπικώς. Για να γίνει, όμως, κάτι τέτοιο (ή έστω να μπούμε σε έναν καλό δρόμο), απαιτείται μακροχρόνια και εντατική επιστημονική δουλειά έξω στο πέλαγος. Για μια τέτοια έρευνα η οποία στην αρχή πρέπει να εστιαστεί στους κόλπους του Κορινθιακού και του Πατραϊκού, απαιτούνται ωκεανογραφικό σκάφος και πολλοί επιστήμονες. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο σε ένα τέτοιο θέμα που μόνο ακροθιγώς ανέφερα, θα τονίσω μόνο το μεγάλο κόστος ενός τέτοιου εγχειρήματος που ανέρχεται σε εκατομμύρια ευρώ καθώς θα περιλάβει μια τεράστια κινητοποίηση μέσων και επιστημονικού δυναμικού. Μέχρι τότε απλώς θα υπομένουμε τους ενοχλητικούς αυτούς εισβολείς των παραλιών μας και με στωικότητα θα περιμένουμε κάθε φορά να κλείσουν τον εκάστοτε κύκλο της ζωής τους».