Δύο λέξεις αρκούν για να περιγράψουν με ακρίβεια την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα ως προς την ανάπτυξη της καλλιέργειας αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών: Ανεκμετάλλευτος πλούτος.
Αν εξαιρέσει κανείς τον Κρόκο Κοζάνης, τη μαστίχα Χίου και το τσάι βουνού της Βρύναινας, των οποίων η παραγωγή, επεξεργασία, τυποποίηση, διάθεση, λειτουργεί σε εξαιρετική βάση εδώ και πολλά χρόνια, είναι πολύ λίγες οι οργανωμένες καλλιέργειες αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.
Την ίδια ώρα μάλιστα που η ζήτηση για ελληνικά βότανα από το εξωτερικό είναι σημαντική και η δυνατότητα καθετοποιημένης παραγωγής τους θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές οικονομικές διεξόδους είτε ως κύρια είτε ως συμπληρωματική απασχόληση.
Η υστέρηση που εμφανίζεται στον τομέα αυτό σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες εν πολλοίς συνδέεται και με την απουσία κεντρικού σχεδιασμού, η ύπαρξη του οποίου, θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη διάχυση της γνώσης προς τους καλλιεργητές αλλά και την οργανωμένη προβολή εντός και εκτός συνόρων.
Η ανάγκη μιας εθνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη του τομέα των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών και διασύνδεσής τους με τη βιομηχανία φαίνεται να μπαίνει στις προτεραιότητες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Ο υφυπουργός Γιάννης Δριβελέγκας, ξεκίνησε κύκλο επαφών με φορείς του κλάδου και ετοιμάζει σειρά δράσεων για τη χάραξη μιας εθνικής πολιτικής αλλά και την άρση εμποδίων που διαπιστώνονται, σε συνεργασία με άλλα υπουργεία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο οινόπνευμα καθιστά αδύνατη την επεξεργασία των ελληνικών βοτάνων γι’ αυτό και ήδη ζητήθηκε απαλλαγή για την παραγωγή εκχυλισμάτων.
5.500 διαφορετικά βότανα
Τα τελευταία χρόνια τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα παρατηρείται μια στροφή του καταναλωτικού κοινού σε πιο υγιεινά μοντέλα διατροφής.
Στο πλαίσιο αυτό έχει εκτιναχθεί η ζήτηση για προϊόντα με φυσικά συστατικά, με τις «μηχανές» της βιομηχανίας τροφίμων -ποτών, φαρμάκων-καλλυντικών, να δουλεύουν στο φουλ, καθώς κατά κανόνα τα είδη αυτά διαθέτουν και υψηλή προστιθέμενη αξία.
Και μπορεί για παράδειγμα το πράσινο τσάι να κατακλύζει ράφια καταστημάτων ή να περιέχεται σε δεκάδες προϊόντα, πλην όμως άνετα το ανταγωνίζεται το… τσάι του βουνού, με τα μοναδικά χαρακτηριστικά του. Όπως μοναδικά είναι τα χαρακτηριστικά του Δίκταμου Κρήτης ή του φασκόμηλου…
Ούτε λίγο ούτε πολύ στη χώρα μας συναντάμε 5.500 διαφορετικά βότανα εκ των οποίων 1.300 είναι ενδημικά και η γενικότερη εκτίμηση είναι πως αρκετά μπορούν να καλλιεργηθούν σε επιχειρηματική βάση αλλά και να συλλεχθούν με επαγγελματικό τρόπο όσο φύονται μόνα τους σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Οι οργανωμένες προσπάθειες καλλιέργειας ξεκίνησαν σχετικά πρόσφατα και αφορούν κατά βάση ρίγανη, μέντα, βασιλικό, μελισσόχορτο, φασκόμηλο, χαμομήλι, δενδρολίβανο, θυμάρι, τσάι του βουνού, λεβάντα, εχινάκεια και ύσσωπο.
Οι περιοχές που εντοπίζονται οι πιο γνωστοί παραγωγοί είναι η Κεντρική Μακεδονία, η Θεσσαλία και η Στερεά Ελλάδα.
Η ζήτηση όπως λένε άνθρωποι του χώρου από τις ευρωπαϊκές χώρες είναι σημαντική ενώ οι χονδρικές τιμές πώλησης θα χαρακτηρίζονταν ως ικανοποιητικές.
Η εχινάκεια για παράδειγμα φτάνει τα 12 ευρώ το κιλό. Συνήθως η απόδοση ανά στρέμμα είναι περί τα 400 κιλά γεγονός που σημαίνει ότι ο παραγωγός θα εισπράξει μικτά 4.800 ευρώ.
Έως 10 ευρώ το κιλό κινείται το μελισσόχορτο ήτοι 4.000 ευρώ το στρέμμα, το τσάι του βουνού 8 ευρώ το κιλό ή 5 ευρώ το δενδρολίβανο.
Τα έσοδα των παραγωγών αυξάνονται εάν οι ίδιοι προχωρούν στην απόσταξη ή την εκχύλιση των προϊόντων τους. Αλλά και εδώ τα πράγματα δεν είναι εύκολα καθώς οι όποιες προσπάθειες προσκρούουν στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης του Οινοπνεύματος.
Το «φρένο» του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης
Το οινόπνευμα, που βάση της νομοθεσίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή εκχυλισμάτων, είναι είτε μετουσιωμένο είτε επιβαρημένο με τον ΕΦΚ.
Το μετουσιωμένο επιτρέπεται μόνον όταν η χρήση του εκχυλίσματος προορίζεται για καλλυντικά ή απορρυπαντικά.
Για όλα τα υπόλοιπα προϊόντα επιβάλλεται το καθαρό οινόπνευμα για λόγους προστασίας της υγείας των καταναλωτών.
Όμως ενώ η εμπορική αξία ενός κιλού οινοπνεύματος είναι 1 ευρώ, με την προσθήκη του ΕΦΚ φτάνει τα 39 ευρώ το κιλό.
Δεδομένου επίσης ότι η διεθνής τιμή εκχυλισμένου βοτάνου κυμαίνεται μεταξύ 8 έως 15 ευρώ, γεγονός που θέτει την ελληνική παραγωγή εκτός αγοράς.
Το κόστος καθιστά απολύτως αδύνατη την κατεργασία των ελληνικών βοτάνων στην Ελλάδα με συνέπεια να μην προκύπτει και λόγος για συνεταιρισμούς, κοινωνικές ομάδες και εταιρείες να επενδύσουν.
Έτσι, ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Γιάννης Δριβελέγκας ζητά από το υπουργείο Οικονομικών να υπάρξει απαλλαγή από τον ΕΦΚ του οινοπνεύματος για την παραγωγή εκχυλισμάτων που παράγονται από ελληνικά αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά.
Με αυτόν τον τρόπο, εκτιμά πως θα δοθεί η δυνατότητα για ίδρυση και λειτουργία σε πανελλαδική κλίμακα μονάδων εκχύλισης βοτάνων με προφανή οφέλη για τη στήριξη της αγροτικής παραγωγής.