Όπως γνωρίζουμε και στην Ελλάδα πολύ καλά, η ενοχλητική σκόνη που προέρχεται από τη Σαχάρα, ταξιδεύει μεγάλες αποστάσεις και σκεπάζει τα πάντα στο πέρασμά της. Μια νέα γαλλο-αμερικανική επιστημονική έρευνα εκτιμά ότι ευτυχώς τις επόμενες δεκαετίες το φαινόμενο θα τείνει να μειωθεί σε ένταση.
Οι ερευνητές του Εθνικού Κέντρου Μετεωρολογικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS/Meteo France), του γαλλικού Ινστιτούτου Πιέρ Σιμόν Λαπλάς και του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας Scripps του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, με επικεφαλής τη Φρανσουάζ Γκισάρ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature».
Οι επιστήμονες προβλέπουν μια αισθητή μείωση στην παραγωγή σκόνης στην έρημο της Σαχάρας έως το τέλος του 21ού αιώνα. Αυτό αφενός θα έχει θετικές επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων (και όχι μόνο), αλλά αφετέρου θα αυξήσει τις θερμοκρασίες στον βόρειο Ατλαντικό και θα ευνοήσει τη δημιουργία κυκλώνων.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι σήμερα υπάρχει τόση πολλή σκόνη της Σαχάρας διασκορπισμένη ανά τον πλανήτη μέσω των ανέμων, που αλλάζει το κλίμα πολλών περιοχών. Η αφρικανική σκόνη φθάνει μέχρι τον Βόρειο και το Νότιο Πόλο, αλλά μέχρι στιγμής οι επιστήμονες δεν έχουν κατανοήσει καλά πώς όλη αυτή η σκόνη επιδρά στο κλίμα της Γης.
Η Σαχάρα εκπέμπει περισσότερη σκόνη από κάθε άλλη έρημο του πλανήτη. Περισσότερη από τη μισή σκόνη που έχει καταβυθισθεί στα βάθη των ωκεανών, προέρχεται από τη βόρεια Αφρική. Η σκόνη αυτή αποτελείται κυρίως από σωματίδια διαμέτρου 0,1 έως 20 μικρομέτρων (εκατομμυριοστών του μέτρου), τα οποία παρασύρονται από τον αέρα, εωσότου πέσουν στο έδαφος από το βάρος τους ή από τη βροχή.
Η διασπορά της σκόνης εξαρτάται από διάφορους μετεωρολογικούς παράγοντες: από το φαινόμενο Ελ Νίνιο έως την μεταβαλλόμενη ένταση του ανέμου της Σαχάρας, γνωστού ως «Χαρματάν», ο οποίος δυναμώνει πολύ, όταν κατεβαίνει από τα όρη της βορειοδυτικής Αφρικής. Ο άνεμος αυτός κατά καιρούς σηκώνει τη σκόνη από το έδαφος και τη διασπείρει ανάλογα με την κατεύθυνσή του.
Οι ποσότητες της σκόνης της Σαχάρας ποικίλουν σημαντικά. Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις παρατηρήθηκαν από τη δεκαετία του 1910 έως τη δεκαετία του 1940, καθώς και στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ενώ υπήρξαν και τρεις περίοδοι με αφύσικα λίγη σκόνη, στις δεκαετίες του 1860, του 1950 και του 2000.