Μια αλλαγή στη διατροφή των πρώτων ανθρώπων μπορεί να έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της σύγχρονης αίσθησης της όσφρησης, υποστηρίζει μια νέα έρευνα.
Μια ομάδα γενετιστών ανακάλυψε μια γενετική μετάλλαξη, η οποία αφήνει τους ανθρώπους ανίκανους να ανιχνεύσουν μια έντονη οσμή που παράγεται από τους χοίρους, και η οποία συνέβη αφότου οι πρώτοι άνθρωποι έφυγαν από την Αφρική πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια.
Οι ερευνητές λένε, ότι μια τυχαία μετάλλαξη στους πληθυσμούς των πρώτων ανθρώπων στην Ασία μπορεί να έκανε ορισμένους ανθρώπους ανίκανους να μυρίζουν την ανδροστενόνη (androstenone) επιτρέποντας στους προγόνους μας να εξημερώσουν τα γουρούνια, τα οποία αποτελούν πολύ καλή πηγή κρέατος και πρωτεϊνών.
Η εργασία τους μπορεί ακόμη να βοηθήσει τους επιστήμονες να ανακατασκευάσουν το πώς αρχαία ανθρώπινα είδη, όπως οι Νεάντερταλ και οι Denisovans –ένας εξαφανισμένος πρόγονος του ανθρώπου που ζούσε στη Σιβηρία- αντιλαμβάνονταν τον κόσμο μέσα από… τη μύτη τους.
Οι ερευνητές ανέλυσαν το γονιδίωμα 2.224 ανθρώπων από 45 διαφορετικούς πληθυσμούς σε όλον τον κόσμο. Βρήκαν μορφές ενός υποδοχέα οσμής, που ονομάζεται OR7D4, ο οποίος μπορεί να εντοπίσει μια συγκεκριμένη οσμή (ανδροστενόνη), η οποία τείνει να εμφανίζεται σε πληθυσμούς που ζουν στην Αφρική.
Παραλλαγές του υποδοχέα, που κάνει τους ανθρώπους να μη μπορούν να ανιχνεύσουν τη μυρωδιά, γενικά εντοπίζονται στο βόρειο ημισφαίριο, σημειώνει δημοσίευμα της Daily Mail.
Η ανδροστενόνη είναι μια φερομόνη, η οποία παράγεται από τα αρσενικά γουρούνια και τους κάπρους. Μπορεί να είναι πολύ δυσάρεστη σε όποιους μπορούν να την ανιχνεύσουν και να επηρεάσει τη γεύση του κρέατος σε αυτούς.
Ωστόσο, εκείνοι που φέρουν διαφορετικές παραλλαγές του γονιδίου-υποδοχέα της οσμής, η μυρωδιά αυτή μπορεί να είναι ευχάριστη, ενώ πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων δε μπορεί να την ανιχνεύσει καθόλου.
Η ανδροστενόνη εντοπίζεται ακόμη στον ανθρώπινο ιδρώτα, που σημαίνει ότι για ορισμένους ανθρώπους η μυρωδιά εκείνων που την παράγουν μπορεί να είναι δυσάρεστη.