Ο πλουσιότερος πια ντράμερ του κόσμου, ο Ρίνγκο Σταρ ήταν ενδεχομένως το πιο αδικημένο «Σκαθάρι» απ’ όλα, παρά την απαράμιλλη φήμη που απέκτησε τη δεκαετία του 1960 ως μέλος της θρυλικής μπάντας. Γεννημένος ως Ρίτσαρντ Στάρκεϊ το 1940 στο Λίβερπουλ, ο Ρίνγκο ήταν ο πιο χαλαρός απ’ όλους, παίζοντας τα ντραμς του, τραγουδώντας μια στο τόσο («With a Little Help from My Friends» και «Yellow Submarine») και γράφοντας και μερικές αξέχαστες επιτυχίες, όπως το «Octopus’s Garden». Το μεγαλύτερο ηλικιακά «Σκαθάρι» και ο τελευταίος που προσχώρησε στο μυθικών διαστάσεων συγκρότημα, ο Ρίνγκο ήταν πάντα πολλά περισσότερα από έναν τύπο που έπαιζε τα ντραμς. Ίσως γιατί δεν ήταν ποτέ καλός ντράμερ! «Ο Ρίνγκο είναι ένας καταραμένα καλός ντράμερ, ήταν πάντα ένας καλός ντράμερ», είπε γι’ αυτόν το 1980 ο Τζον Λένον, «σε επίπεδο τεχνικής, δεν είναι καλός, νομίζω πάντως ότι τα ντραμς του Ρίνγκο είναι υποεκτιμημένα με τον ίδιο τρόπο που είναι και το μπάσο του Πολ. Νομίζω πως Πολ και Ρίνγκο ξεχωρίζουν όπου κι αν σταθούν με όποιον ροκ μουσικό και αν τους βάλεις δίπλα. Δεν είναι τεχνικά καλοί. Κανείς μας δεν ήταν τεχνικά καλός μουσικός. Κανείς από μας δεν μπορούσε να διαβάσει μουσική, κανένας μας δεν μπορεί να τη γράψει. Αλλά ως καθαροί μουσικοί, ως εμπνευσμένοι άνθρωποι που κάνουν θόρυβο, είναι όσο καλοί είναι όλοι!». Αυτά έλεγαν οι άλλοι για τον Ρίνγκο, καθώς εκείνος, σωστός φαρσέρ της μπάντας, δεν φαινόταν να νοιάζεται γι’ αυτά. Αυτός ήταν ίσως ο λόγος που κόλλησε αμέσως με τα άλλα «Σκαθάρια», έχοντας παίξει σε αρκετές ακόμα μπάντες πριν τους Beatles, και γι’ αυτό επέμενε τόσο ο Λένον να τον εντάξουν στο σχήμα, διώχνοντας κακήν κακώς τον προκάτοχό του Πιτ Μπεστ. Και βέβαια ο Ρίνγκο δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτα τους άλλους σε όρους λαοφιλίας. Λάμβανε κι αυτός γράμματα θαυμαστών με το τσουβάλι και τα περισσότερα του ζητούσαν μάλιστα να κάνει περισσότερα φωνητικά. Και ήταν ξανά κάτι δικό του, η αμίμητη κονκάρδα του 1964 «Αγαπώ τον Ρίνγκο» που πούλησε περισσότερο από κάθε άλλο εμπόρευμα των Beatles. Πόσο δρόμο είχε κάνει όμως μέχρι τότε ο φτωχοδιάβολος του Λίβερπουλ που μεγάλωσε στις εργατικές συνοικίες και κινδύνευσε να πεθάνει δυο φορές στα μικράτα του! Άνετος με τη δημοσιότητα και χιουμορίστας γεννημένος, φαινόταν να μην πολυσκοτίζεται ποτέ με την καριέρα του. Έπαιζε εξάλλου χαρτιά την ώρα που οι Beatles ηχογραφούσαν τα κλασικά σήμερα κομμάτια τους, μιας και πίστευε πως εκείνη την εποχή τουλάχιστον το συγκρότημα δεν χρειαζόταν ντράμερ! Χρειαζόταν όμως μεσάζοντα και κάποιον να συμφιλιώνει Πολ και Τζον, κι εδώ ακριβώς έλαμπε ο Ρίνγκο, φέρνοντας κοντά τα παραφουσκωμένα εγώ των δύο πρωταγωνιστών. Ο ίδιος θα γινόταν πρωταγωνιστής μόνο μετά τη διάλυση της μπάντας και τον φόνο του Λένον, όταν λειτουργώντας ξανά ως πυροσβέστης θα μόνοιαζε ξανά τα εναπομείναντα μέλη. Πριν κάνει φυσικά τη δική του ξεχωριστή καριέρα ως σόλο καλλιτέχνης. Ως σόλο καλλιτέχνη τον ξέρει εξάλλου η νέα γενιά…
Πρώτα χρόνια
Η επεισοδιακή εποχή των «Σκαθαριών»
Εξίσου γνωστός θα γινόταν και για τις ατάκες που πετούσε στα ξεκάρφωτα και μετατρέπονταν σε τίτλους τραγουδιών των Beatles. Οι περιβόητοι πια «Ρινγκοϊσμοί» μεταμορφώνονταν στα αυτιά του Λένον σε ονόματα κομματιών όπως τα «A Hard Day’s Night» και «Tomorrow Never Knows», την ίδια ώρα που αρκετοί στίχοι των τραγουδιών έφεραν ξανά την αδέσποτη και ακούσια σφραγίδα του.
Όλοι οι κριτικοί παραδέχονταν πως ήταν η δική του ερμηνεία που ξεχώρισε στα φιλμ «Help!» και «Yellow Submarine», τα οποία παραμένουν δηλωτικά της απήχησής του στους θαυμαστές των Beatles. Αλλά και οι ατάκες και οι γκριμάτσες του ήταν ομολογουμένως οι καλύτερες στιγμές του «A Hard Day’s Night», κάτι που έσπευσαν να αναγνωρίσουν για άλλη μια φορά οι κριτικοί κινηματογράφου.
Όχι ότι ο Ρίνγκο νοιάζονταν για τέτοια, γειώνοντας τους πάντες για τους διθυράμβους αναφορικά με την υποκριτική του δεινότητα, λέγοντας αδιάφορα πως «ήμουν έξω όλο το βράδυ πίνοντας και δεν μπορούσα να αρθρώσω κουβέντα»! Έτσι γνώρισε και τον Μπομπ Ντίλαν, χαλαρά και αδιάφορα, ανάβοντας ένα τσιγαράκι για να σπάσει ο πάγος. Παρά το γεγονός ότι έπαιρνε σίγουρα στα σοβαρά τους Beatles, δεν είχε κανένα πρόβλημα να μην παίξει στις ηχογραφήσεις τους όταν ένιωθε πως δεν υπήρχε λόγος για ντραμς ή ήθελε να διαμαρτυρηθεί για άλλον έναν τσακωμό Πολ και Τζον. Δεν έπαιξε, ας πούμε, στο «White Album», παίρνοντας άδεια από τη σημαία για δύο εβδομάδες και αναγκάζοντας τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ να παίξει ντραμς τόσο στο «Back In The USSR» όσο και το «Dear Prudence». Πού ήταν εκείνες τις δύο εβδομάδες; Στο γιοτ με τον Πίτερ Σέλερς, όπου και έγραψε το «Octopus’s Garden» μέσα στα τηλεγραφήματα και τα τηλεφωνήματα των άλλων «Σκαθαριών» να επιστρέψει. Όταν το έκανε, ο Τζορτζ Χάρισον φρόντισε να στολίσει το στούντιο με λουλούδια που έγραφαν «Καλωσόρισες σπίτι»!
Τα σόλο χρόνια
Παρά το γεγονός ότι παραμένει το μόνο «Σκαθάρι» που δεν σκαρφάλωσε ποτέ στην πρώτη θέση των βρετανικών charts ως σόλο καλλιτέχνης, ήταν αχτύπητος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου έκανε πια τη μία επιτυχία πίσω από την άλλη. Και επειδή ήταν πάντα άνετος και δεν είχε να χωρίσει τίποτα και με κανέναν, έπαιξε ντραμς στο «All Things Must Pass» και το «Living In The Material World» του Χάρισον, αλλά και στο σόλο άλμπουμ του Λένον «Plastic Ono Band». Ο Λένον του αντιγύρισε τη χάρη γράφοντάς του το ομώνυμο τραγούδι του άλμπουμ «Goodnight Vienna», αλλά και το «I’m The Greatest».
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η μουσική του καριέρα άρχισε να φθίνει και οι επόμενοι δίσκοι του δεν θα έβρισκαν την ίδια επιτυχία. Παρά ταύτα, ποτέ δεν αρνήθηκε να συμμετάσχει στις επιτυχίες των υπόλοιπων «Σκαθαριών» και το 1989 σχημάτισε μια δική του μπάντα, τη Ringo Starr and His All-Starr Band, με την οποία όργωσε τον κόσμο και έβγαλε μερικές ακόμα εφήμερες επιτυχίες. Με το δικό του συγκρότημα έπαιζε σταθερά ως το 2006, ενώ τον Ιανουάριο του 2008, όταν το Λίβερπουλ έγινε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, κυκλοφόρησε τον δίσκο «Liverpool 8». Στο Rock and Roll Hall of Fame ως σόλο καλλιτέχνης περιλήφθηκε τελικά τον Ιανουάριο του 2015, μια θέση που δικαιούται χωρίς αμφιβολία.