Ένας καλός συγγραφέας γνωρίζει πως μια ιστορία δεν τελειώνει παρά μόνο αν «τελειώσουν» οι πρωταγωνιστές της…
Δυστυχώς όμως, για πολλούς από αυτούς τους συγγραφείς, το δικό τους τέλος, όχι μόνο θανάτωσε τους ήρωές τους, αλλά έμελλε να αποδειχθεί πιο περίεργο από τις ίδιες τις μυθοπλασίες τους…
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
Έντγκαρ Άλαν Πόε
Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη στον Έντγκαρ Άλαν Πόε, όταν στις 9 Οκτωβρίου του 1849, βρέθηκε σε παραληρηματική κατάσταση στους δρόμους της Βαλτιμόρης από έναν περαστικό με ρούχα που δεν ήταν δικά του. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου και νοσηλεύτηκε για τις επόμενες 5 μέρες, πριν αφήσει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 40 χρόνων. Κατά τη διάρκεια της τέταρτης νύχτας της νοσηλείας του πρόφερε επανειλημμένα το όνομα Ρέυνολντς, ενώ σύμφωνα με επιστολή του γιατρού Μόραν, που εξέτασε τον Πόε στο νοσοκομείο, προς την θεία του, οι τελευταίες του λέξεις ήταν «Lord help my poor soul» «Κύριε βοήθησε την φτωχή ψυχή μου».
Ενάμιση αιώνα μετά, αμέτρητες ήταν οι θεωρίες συνωμοσίας που ακολούθησαν για τα αίτια του θανάτου του Πόε καθώς ουδέποτε βρέθηκε επίσημο πιστοποιητικό θανάτου. Ο Δρ Σόντγκρας, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Πόε, βεβαίωνε πως ο θάνατός του ήταν απόρροια του αλκοολισμού του. Αντίθετα ο Δρ. Μόραν, υποστήριζε πως ο θάνατός του σχετιζόταν με τη χρήση κάποιου είδους τοξικής ή ναρκωτικής ουσίας. Οι αντιφάσεις των δύο επιστημόνων είχαν ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από τους βιογράφους του Πόε και να κυκλοφορήσουν πολλές ακόμα θεωρίες. Μεταξύ αυτών ήταν και η σύφιλη, η επιληψία, η δηλητηρίαση, η δολοφονία, ακόμα και η λύσσα.
Κρίστοφερ Μάρλοου
Ο βίαιος θάνατος του βλάσφημου, ομοφυλόφιλου και έκλυτου Μάρλοου ερμηνεύτηκε από κάποιους σύγχρονούς του ως «καθαρό σημάδι θείας δίκης». Οι αδιευκρίνιστες συνθήκες κάτω από τις οποίες τελείωσε η ζωή του Κρίστοφερ Μάρλοου, ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς της ελισαβετιανής εποχής, έγιναν αφορμή για πολλές ερμηνείες. Δολοφονήθηκε σε ηλικία 29 ετών, όταν ενεπλάκη σε καβγά σε ταβέρνα, από ένα αμφίβολης ποιότητας, μέλος της συντροφιάς του. Ίσως η ομοφυλοφιλία του στις πουριτανικές εποχές που έζησε ήταν η αιτία που κάποιοι υπέδειξαν ως κίνητρο την ερωτική αντιζηλία. Οι σχέσεις του με την βασίλισσα και οι φήμες που τον ήθελαν να υπηρετεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε μυστική αποστολή για το καλό της χώρας συνετέλεσαν για να θεωρηθεί από κάποιους άλλους πολιτική συνωμοσία. Το καπηλειό που συντελέστηκε το περιστατικό οδήγησε άλλους στην αστεία θεωρεία του ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό ενώ κάποιοι δεν δίστασαν να μιλήσουν για κατασκευασμένη δολοφονία με σκοπό να ζήσει απομονωμένος και εξόριστος. Αν και οι φήμες για τη δολοφονία ήταν τόσες όσες και αυτές τον συνόδεψαν εν ζωή – κατάσκοπος, καβγατζής, βλάσφημος, αιρετικός, οξύθυμος – η αλήθεια μάλλον θα μείνει καλά φυλαγμένη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Πέρσυ Σέλλεϋ
«Πόσο θαυμάσιος είναι ο θάνατος! Ο θάνατος και ο αδερφός του ο ύπνος» ήταν μια από τις ρήσεις ενός από τους από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Ρομαντισμού, του Πέρσυ Σέλλεϋ. Στενός φίλος του Λόρδου Μπάυρον και του Κιτς, μέλος του κύκλου της Πίζας, ενός ρεύματος επιφανών Άγγλων, Ιρλανδών και Ελλήνων – μεταξύ των οποίων και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος – που έζησαν στην ομώνυμη πόλη, ο ποιητής απασχόλησε εκτός από τη ζωή του και με τον θάνατό του. Λίγο πριν τα τριακοστά του γενέθλια κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας πνίγηκε στον κόλπο Σπέτζια με το μικρό του πλοίο που ονόμαζε «Δον Ζουάν», όνομα συμβατό με την έντονη ερωτική ζωή του. Κάποιοι βέβαια, ανάμεσα τους κι ο στενός του φίλος Τρελώνη, ισχυρίστηκαν αργότερα πως θανατώθηκε από πειρατές που κατέλαβαν το πλοίο και τον πέρασαν για τον Λόρδο Μπάυρον. Στην περίπτωση του Σέλλεϋ όμως δεν ήταν ο θάνατός του που γέννησε τους μύθους όσο η καύση του σώματός του που ακολούθησε. Σύμφωνα με αυτούς το σώμα του βρέθηκε αρκετές βδομάδες αργότερα και θάφτηκε στην άμμο μέχρι να φτάσουν οι φίλοι του Μπάιρον και του Χαντ για να αποτεφρωθεί. Την ώρα όμως που το υπόλοιπο σώμα του καιγόταν, η καρδιά του έμενε ανέπαφη μέχρι που κάποιος φίλος του την άρπαξε από τις φλόγες και την έδωσε στη γυναίκα του Μαίρη Σέλλεϋ, συγγραφέα του Φρανγκεστάιν.
Βιρτζίνια Γουλφ
Άλλη μια μεγάλη λογοτεχνική προσωπικότητα που απασχόλησε με τον ιδιαίτερο θάνατό της ήταν εκείνη της Βιρτζίνια Γουλφ. Η συγγραφέας πάλευε με την κατάθλιψη σε όλη της τη ζωή. Το 1904 κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας, σε ηλικία 22 ετών, η οποία αποδεικνύεται αποτυχημένη. Στο θλιβερό σκηνικό του Β Παγκοσμίου Πολέμου, σαράντα περίπου χρόνια μετά, η απόπειρα αποβαίνει μοιραία. Με την ολοκλήρωση του τελευταίου, μεταθανάτια δημοσιευμένου, μυθιστορήματός της, η Γουλφ πέφτει για άλλη μια φορά σε βαριά κατάθλιψη. Ο πόλεμος και η καταστροφή των σπιτιών της στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια αεροπορικών επιδρομών της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας, καθώς και η ψυχρή υποδοχή της βιογραφίας της από τον πρώην φίλο της Ρότζερ Φράυ, επιδεινώνουν την κατάστασή της σε βαθμό που είναι πια ανίκανη να γράψει. Στις 28 Μαρτίου του 1941, κατά τη διάρκεια μιας ακόμα νευρικής κρίσης, φοράει το παλτό της, γεμίζει τις τσέπες του με βαριές πέτρες και πνίγεται στον ποταμό Ουζ. Το σώμα της βρίσκεται στις 18 Απριλίου και ο σύντροφος της ζωής της την θάβει κάτω από ένα δέντρο στον κήπο του σπιτιού τους. Το σημείωμα που άφησε πίσω της έγραφε:
«Αισθάνομαι σίγουρα πως τρελαίνομαι πάλι. Αισθάνομαι ότι δε μπορούμε να ξαναπεράσουμε άλλον έναν σαν εκείνους τους φοβερούς χρόνους. Και δεν θα συνέλθω τούτη τη φορά. Αρχίζω ν’ ακούω φωνές και δε μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι κάνω κείνο που μου φαίνεται καλύτερο για όλους μας. Μου ‘χεις δώσει τη μέγιστη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλ’ αυτά που κανείς δε θα μπορούσε να ‘ναι. Ξέρω ότι χαλώ τη ζωή σου. Και το ξέρεις πως το ξέρω. Βλέπεις δεν μπορώ ούτε να γράψω… Θέλω να πω πως οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε σένα. Ήσουν ολότελα υπομονετικός μαζί μου και καλός σ’ απίστευτο βαθμό. Δεν σκέφτομαι ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να ‘ναι ευτυχέστεροι απ’ όσο ήμασταν εμείς. Β.»
Ζέλντα Φιτζέραλντ
Στην περίπτωση της Ζέλντα Φιτζέραλντ, το τέλος μιας θυελλώδους σχέσης έμελλε να γραφτεί με μελανά χρώματα. Ο γάμος με τον Σκοτ Φιτζέραλντ φαινόταν αρχικά ιδανικός. Η σαγηνευτική ακόμα και στα πιο τολμηρά της ξεσπάσματα Ζέλντα, η καλλονή του αμερικανικού Νότου, γνωρίζει το 1918 σ’ ένα χορό το νεαρό υπολοχαγό και πολλά υποσχόμενο συγγραφέα Σκοτ Φιτζέραλντ. Ερωτεύονται κεραυνοβόλα. Μετά το γάμο τους, ταξιδεύουν από τη Νέα Υόρκη στο Λονδίνο και από κει στο Παρίσι και στη Ριβιέρα, παρασυρμένοι στη δίνη της νέας εποχής, στα όνειρα και στις αυταπάτες της δεκαετίας του 1920: ατέλειωτα ξενύχτια, εκκεντρικές διασκεδάσεις, αριστοκρατικά ξενοδοχεία, κοσμικά σαλόνια και θορυβώδη καταγώγια. Παράλληλα με τη συγγραφική επιτυχία του Φιτζέραλντ εμφανίζονται και τα πρώτα μελανά σημάδια στη σχέση του με την Ζέλντα. Το λαμπερό «ζευγάρι του ήλιου της Μεσογείου» αποξενώνεται. Εκείνος βυθίζεται στο αλκοόλ και εκείνη παθιάζεται με το χορό, αναζητώντας διέξοδο στη μοναξιά της. Οι έντονοι καβγάδες οξύνονται με την απόφαση της Ζέλντα να εκδώσει το μυθιστόρημά της «Χαρίστε μου το βαλς». Οι απόπειρες αυτοκτονίας της δίνουν τη θέση τους σε παραισθήσεις, ψυχωτικές κρίσεις και στο γολγοθά των πανάκριβων ψυχιατρικών κλινικών. Το 1948 η ψυχιατρική κλινική στην Νότια Καρολίνα που βρίσκεται, παίρνει φωτιά και η Ζέλντα είναι μια από τους ασθενείς που βρίσκονται αποτεφρωμένοι.
Έρνεστ Χέμινγουεϊ
Ήταν 2 Ιουλίου του 1961, στο Κίτσαμ του Αϊντάχο. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ σηκώθηκε από το κρεβάτι προσέχοντας να μην ξυπνήσει τη σύζυγό του Μαίρη και πήρε το αγαπημένο του δίκαννο. Περπάτησε μέχρι την μπροστινή είσοδο του σπιτιού του, έβαλε δύο φυσίγγια στη θαλάμη, έσκυψε, στήριξε την άκρη της κάννης στο μέτωπό του και τράβηξε τη σκανδάλη τινάζοντας τα μυαλά του στον αέρα. Η Μαίρη κάλεσε τις πρώτες βοήθειες, ένας γιατρός έφτασε 15 λεπτά μετά. Διαπίστωσε τον θάνατο του συγγραφέα από βλάβη στον εγκέφαλο που ο ίδιος προκάλεσε. Παρόλα αυτά η ανακοίνωση στους δημοσιογράφους έκανε λόγο για θάνατο από ατύχημα καθώς ο συγγραφέας καθάριζε το όπλο του. Θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι η τέταρτη σύζυγός του αμερικανού νομπελίστα, Μαίρη, να παραδεχθεί σε συνέντευξή της πως επρόκειτο για αυτοκτονία και να κάνει όλες τις φήμες που μέχρι τότε κυκλοφόρησαν να σωπάσουν…
Δάντης Αλιγκέρι
Ο ποιητής που άφησε πίσω του ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τη Θεία Κωμωδία, πεθαίνει από μαλάρια στην Ραβέννα της Ιταλίας το 1321. Το γεγονός πως η μαλάρια δεν ήταν ασυνήθιστος τρόπος θανάτου την εποχή εκείνη, αυτό που κατατάσσει τον θάνατο του Ιταλού ποιητή στη λίστα των περίεργων είναι τα γεγονότα που τον ακολούθησαν. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, εξαιτίας του μίσους που έτρεφαν οι κάτοικοι της γενέτειρας πόλης του ποιητή, από την οποία είχε εξοριστεί, η εκκλησία της Ραβέννα χτίζει το άψυχο σώμα του σε έναν τοίχο για να αποφύγει την κακοποίησή του. Η κρυψώνα ξεχνιέται μέχρι και το 1865, όταν ένας εργάτης ανακαλύπτει το πτώμα κατά τη διάρκεια ανακαίνισης της εκκλησίας. Μέχρι να ξαναθαφτεί ότι είχε απομείνει από τον Δάντη, πολλοί κλέβουν τα κόκκαλά του. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ένας κληρικός, που επιστρέφει το 1878 το κουτί που φυλάσσει τα κόκκαλα του νεκρού ποιητή.
Σύλβια Πλαθ
«Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη, όπως και καθετί άλλο. Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά. Έτσι όπως το κάνω είναι σαν κόλαση. Έτσι όπως το κάνω μοιάζει αληθινό. Μπορείς να πεις ότι έχω το χάρισμα» έγραφε στο ποίημα «Λαίδη Λάζαρος» η Σύλβια Πλαθ, μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες του 20ου αιώνα. Η ψυχολογική της κατάρρευση, που καταγράφεται στο ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της «Γυάλινος Κώδων» καθώς και οι ανεπιτυχείς προσπάθειες θεραπείας της, την ωθούν στην αυτοκτονία. Έτσι μια μέρα του αφήνει ψωμί και τις κούπες με το γάλα των παιδιών της δίπλα στις ψηλές κούνιες τους και ανοίγει το παράθυρό τους. Ύστερα, παραχώνει πετσέτες και πανιά κάτω από την πόρτα του υπνοδωματίου και της κουζίνας, και στερεώνει κολλητική ταινία στις γωνιές της πόρτας. Πάνω στην κούνια που βρισκόταν στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα αφήνει ένα σημείωμα που γράφει: «Παρακαλώ, καλέστε τον δόκτορα Χόρντερ» μαζί με τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ήξερε ότι το πρωί θα ερχόταν η νοσοκόμα. Τέλος διπλώνει ένα πανί για να ακουμπά το κεφάλι της, ανοίγει όλους τους διακόπτες του γκαζιού κι χώνει το κεφάλι της στο φούρνο. Όταν την βρήκαν νεκρή, το κεφάλι της ήταν ακόμα μέσα στο φούρνο.
Τένεσι Ουίλιαμς
Εκτός από την τραγική ζωή του, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας των επιτυχιών «Λεωφορείο ο Πόθος» και «Γυάλινος Κόσμος», Τένεσι Ουίλιαμς, έμελλε να έχει κι έναν τραγικό θάνατο. Ο Ουίλιαμς που στη δημιουργία του μετάγγισε τα πάντα από τη ζωή του, μετασχηματίζοντάς τα με τρομερή δυσκολία και εν μέσω δυνατών αμφιβολιών για την αξία του αλλά και προμηνυμάτων του φυσικού και πνευματικού του τέλους, κράτησε ως μόνη συντροφιά ως το τέλος της ζωής του τα χάπια και το αλκοόλ. Όταν τα ξεκίνησε, η σχιζοφρένεια της αδελφής του δεν είχε ακόμη διαγνωσθεί, η μητέρα του ήταν απόμακρη, ο πατέρας του μέθυσος και ο ίδιος είχε αναγκασθεί να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για πανεπιστημιακή μόρφωση και να δουλέψει υπάλληλος στη Διεθνή Εταιρεία Υποδημάτων. Με συνοδοιπόρο τις καταχρήσεις και το γράψιμο, η ζωή γίνεται όλο και πιο δυσβάστακτη. Η ψυχανάλυση στην οποία καταφεύγει δεν δίνει τη λύση.
«Πέθανα από το ίδιο μου το χέρι ή με κατέστρεψε σιγά και σκληρά μια συνωμοτική ομάδα; Δεν καταλαβαίνω τη ζωή μου, την περασμένη και την τωρινή, ούτε καταλαβαίνω τι είναι η ζωή. Ο θάνατος μου είναι πιο κατανοητός» έγραφε τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει. Το 1983 βρίσκεται νεκρός στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Ελιζέ της Νέας Υόρκης που είχε νοικιάσει. Αιτία, ένας φελλός που καθώς τον τράβηξε με τα δόντια σφήνωσε στο λαιμό του και δεν μπόρεσε ούτε να τον καταπιεί ούτε να τον ξεκολλήσει. Η αναφορά της αστυνομίας τότε έγραφε πως ο Ουίλιαμς πέθανε από κατάχρηση βαρβιτουρικών και άλλων ναρκωτικών ουσιών μεγάλος αριθμός των οποίων βρέθηκαν στο δωμάτιό του.
Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ
Ο θάνατος του πιλότου και συγγραφέας του «Μικρού Πρίγκιπα», του παραμυθιού που αγαπήθηκε από μικρούς και μεγάλους κατατάσσεται δικαιωματικά στους περίεργους αφού είναι παρέμεινε για χρόνια ανεξερεύνητος. Ο Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ γίνεται πιλότος και μάλιστα από τους πρωτοπόρους των υπερατλαντικών πτήσεων, στα 26 του χρόνια. Παίρνει μέρος στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και αργότερα κατατάσσεται στην αμερικανική αεροπορία σαν πιλότος καταδιωκτικού. Παρά την μεγάλη του εμπειρία στους αιθέρες ο συγγραφέας εξαφανίζεται με το αεροπλάνο του ανοιχτά της Κορσικής κατά τη διάρκεια πολεμικής αποστολής εναντίων γερμανικών καταδιωκτικών. Λίγο πριν την τελευταία του αναχώρηση εμπιστεύεται τα γραπτά του στον διοικητή του. Ο κακός οιωνός της κίνησης αυτής ενισχύεται όταν ο διοικητής διαπιστώνει πως το δωμάτιο του Εξυπερύ είναι τακτοποιημένο και το κρεβάτι άθικτο, απόδειξη ότι ο συγγραφέας δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Τρεις ώρες μετά την απογείωση ο Εξυπερύ θεωρείται αγνοούμενος και ο διοικητής υποψιάζεται αυτοκτονία. Για πενήντα και πλέον χρόνια, οι έρευνες για να βρεθεί το αεροπλάνο, δεν καρποφόρησαν δημιουργώντας μεγάλο θόρυβο γύρω από την εξαφάνιση του. Εν τέλει τα συντρίμμια του αεροπλάνου εντοπίζονται το ίδιο και το μπρασελέ του, δώρο της αγαπημένης του Εξυπερύ. Παρόλα αυτά το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ…