«Οι καταρράχτες είναι μια υδάτινη έκρηξη ζωής και δύναμης που προκαλούν μόνο δέος και θαυμασμό. Μπροστά στο μαγευτικό υπερθέαμα της φύσης, που ανανεώνεται κάθε δευτερόλεπτο, υποκλίνεσαι με ταπεινότητα και σεβασμό».
Ο Κώστας Μητσάκης στο πέρασμά του από το Νότιο ημισφαίριο της γης συνάντησε τρεις από τους μεγαλύτερους καταρράκτες του κόσμου. Ενώ πλησιάζει στο Ριο της Βραζιλίας, παίρνει μια ανάσα δροσιάς και γράφει στο newsbeast.gr για το υπερθέαμα των καταρρακτών που γνώρισε.
«Πρόκειται για ένα θαύμα της φύσης που διεγείρει με τρόπο πανηγυρικό όλες τις αισθήσεις. Ακούς από μακριά τον διαπεραστικό ήχο της κατακρήμνισης των ορμητικών νερών, νιώθεις τα εκατομμύρια σταγονίδια του νερού –που μοιάζουν στο φως του ήλιου με μικρά διαμάντια– να δροσίζουν το σώμα, το πρόσωπό σου. Βλέπεις το υγρό διάφανο πέπλο να γκρεμίζεται από μεγάλο ύψος χαρίζοντας μια αίσθηση τελειότητας, αγναντεύεις τη μεταμόρφωση του νερού σε άσπρο ατμό και αφρόσκονη. Θαυμάζεις τα δεκάδες ουράνια τόξα, μυρίζεις την τοπική τροπική φύση…
Οι καταρράχτες είναι μια υδάτινη έκρηξη ζωής και δύναμης που προκαλούν μόνο δέος και θαυμασμό. Μπροστά στο μαγευτικό υπερθέαμα της φύσης, που ανανεώνεται κάθε δευτερόλεπτο, υποκλίνεσαι με ταπεινότητα και σεβασμό. Θέλεις να μείνεις εδώ για πάντα και να πάρεις μέσα σου όσο μπορείς περισσότερη από τη μαγεία αυτού του επίγειου παράδεισου. Είναι τόσο μυστηριακός ο κόσμος των καταρραχτών, που ξεπερνά τον ανθρώπινο νου –το θέαμα δεν περιγράφεται ούτε με τις πιο έντονες και παραστατικές εκφράσεις.
Στην διάρκεια του δίτροχου οδοιπορικού μου, είχα την τύχη να επισκεφθώ με την πορτοκαλί μοτοσυκλέτα τρεις από τους γνωστότερους καταρράχτες του κόσμου (Victoria-Ζιμπάμπουε, Iguazu-Αργεντινή, Tis Issat-Αιθιοπία) και να κλείσω για πάντα στις «αποσκευές» της ψυχής μου τις συγκλονιστικές εικόνες τους.
Iguazu – Οι καταρράχτες του Διαβόλου. Με 90 μ. ύψος, περίπου 4 χλμ. πλάτος και 750.000 m³ νερού το λεπτό να χύνονται με ορμή, οι καταρράκτες Iguazu δεν μπορούσαν παρά να αποτυπωθούν ανεξίτηλα στην μνήμη μου. Παροιμιώδης έχει μείνει, άλλωστε, η φράση της Anna Eleanor Roosevelt «Καημένε Νιαγάρα», όταν η πρώτη κυρία των Η.Π.Α αντίκρισε για πρώτη φορά τους καταρράχτες Iguazu –είναι 30 μ. πιο ψηλοί και τέσσερις φορές μεγαλύτεροι σε πλάτος από τους καταρράκτες του Niagara.
Ο πρώτος Ευρωπαίος που υποκλίθηκε μπροστά σ’ αυτό το θαύμα της φύσης ήταν ο Ισπανός κονκισταδόρ Alvar Núñez Cabeza de Vaca (1541). Αν και έδωσε στους νοτιοαμερικανικούς καταρράχτες την ονομασία «Καταρράκτες της Παρθένου Μαρίας», τελικά επικράτησε η ονομασία Iguazu που στη γλώσσα των ντόπιων ιθαγενών Guarani σημαίνει «Το Μεγάλο Νερό».
Ο ποταμός Iguazu, μαζί με τον ποταμό Parana (και με άλλους 30 μικρότερους), δημιουργούν ένα ανυπέρβλητο φυσικό φαινόμενο με συνολικά 275 καταρράχτες στο γεωγραφικό σημείο όπου ενώνεται η Βραζιλία με την Αργεντινή και την Παραγουάη. Οι καταρράκτες Iguazu αποτελούν μέρος δυο Εθνικών Πάρκων: του «Iguazú National Park» (Αργεντινή) και του «Iguaçu National Park» (Βραζιλία), τα οποία, το 1984 και το 1987 αντίστοιχα, συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Τα 2/3 των καταρραχτών βρίσκονται στο έδαφος της Αργεντινής και μόλις το 1/3 στην Βραζιλία –οι βραζιλιάνικοι, ωστόσο, είναι πιο εντυπωσιακοί. Μεγάλος πρωταγωνιστής των καταρραχτών Iguazu είναι ο Garganta del Diablo (Λαρύγγι του Διαβόλου) –έχει ύψος 82 μ. και μήκος 700 μ. ενώ αποτελεί φυσικό σύνορο των δύο χωρών.
Victoria – Οι καταρράχτες των αγγέλων. «Εικόνες τόσο υπέροχες, τις οποίες πρέπει να θαυμάζουν και οι άγγελοι καθώς πετούν πάνω από αυτό το κομμάτι του παραδείσου». Με σαφώς ποιητική διάθεση, ο Άγγλος ιεραπόστολος και εξερευνητής David Livingstone κατέγραφε στο προσωπικό του ημερολόγιο την συγκλονιστική ανακάλυψη των καταρρακτών του ποταμού Ζαμβέζη.
Ήταν 17 Νοεμβρίου 1855 και ο πρώτος Ευρωπαίος που ανακάλυψε τους αφρικανικούς καταρράκτες, εκστασιασμένος από τo υπερθέαμα των που αντίκριζε, τους ονόμασε Victoria, προς τιμήν της βασίλισσας Victoria της Αγγλίας.
Για να επισκεφθεί κανείς τους διάσημους καταρράχτες της αφρικανικής ηπείρου, τους οποίους οι γηγενείς Kololoοpυ ονόμαζαν «Mosi oa Tunya» (Ο Καπνός που Βροντά), πρέπει να ταξιδέψει μέχρι την Ζιμπάμπουε –και συγκεκριμένα στα βόρεια της χώρας, στη συνοριακή μεθόριο με την Ζάμπια. Το 1989 η UNESCO περιέλαβε τους καταρράκτες Victoria στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Περπατώντας κατά μήκος του φαραγγιού Batoka, θαυμάζει κανείς την φαντασμαγορική εικόνα μιας υγρής, διάφανης κουρτίνας νερού μήκους 1.708μ. Κατακρημνίζεται από ύψος 108 μ. στο βάθος του γιγάντιου φαραγγιού του Ζαμβέζη, το οποίο είναι φυσικό σύνορο μεταξύ Ζάμπιας και Ζιμπάμπουε. Κάθε λεπτό, περίπου 550.000 m³ νερού χύνονται με ταχύτητα πάνω από 160 χλμ. την ώρα μέσα στην βαθιά άβυσσο. Το υδάτινο σύννεφο από τα εκατομμύρια σταγονίδια νερού που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα -την περίοδο των βροχών φτάνουν σε ύψος τα 400 μ.- συμπληρώνει το μεγαλοπρεπές θέαμα των καταρραχτών.
Tis Issat – Οι πρώτοι καταρράχτες του Γαλάζιου Νείλου. Η λίμνη Τάνα, στις όχθες της οποίας καθρεπτίζεται η πόλη Bahir Dar, βρίσκεται σε υψόμετρο 1.300 μ., μέσα στην πράσινη αγκαλιά των αιθιοπικών οροπεδίων. Από τα υγρά της σωθικά γεννιέται ο Γαλάζιος Νείλος, ο οποίος, αφού χαράζει τη δική του ελικοειδή πορεία μέσα από τα υψίπεδα της Αιθιοπίας, ενώνεται με το Λευκό Νείλο στην περιοχή του Χαρτούμ για να συνεχίσουν μαζί ως τη Μεσόγειο.
Περίπου 30 χλμ. νοτιοανατολικά της Bahir Dar, οδηγώντας πάνω σ’ ένα κακοτράχαλο χωματόδρομο, φτάνετε στους καταρράκτες του Γαλάζιου Νείλου (καταρράχτες Tis Issat). Πρόκειται για τους πρώτους καταρράχτες που σχηματίζει ο Γαλάζιος Νείλος, ξεκινώντας από την λίμνη Τάνα –ακολουθούν άλλοι έξι καταρράχτες μέχρι το Χαρτούμ.
Το ύψος τους φτάνει μέχρι και τα 45 μ., ενώ για να τους προσεγγίσετε θα πρέπει να ακολουθήσετε ένα δύσβατο μονοπάτι περίπου 2 χλμ. από το σημείο που σταματά ο δρόμος. Επειδή δεν υπάρχει καμία υποδομή ή σήμανση, καλό θα ήταν να έχετε μαζί σας κάποιο τοπικό οδηγό ή να απευθυνθείτε σ’ ένα από πάμπολλα τουριστικά γραφεία της Bahir Dar.
Την ώρα του δειλινού, παραμείναμε δέσμιοι μιας συγκλονιστικής εικόνας των καταρρακτών, καθώς ο ήλιος, που έγερνε κουρασμένος να κοιμηθεί, έλουζε τα νερά τους με τις τελευταίες του ακτίνες, χαρίζοντάς τους μοναδικές αποχρώσεις, όμοιες με τα ματωμένα χρώματα της δύσης. Ήταν ένα φαντασμαγορικό θέαμα, το οποίο απολαύσαμε με όλες μας τις αισθήσεις και προσπαθήσαμε αχόρταγα να κλείσουμε για πάντα μέσα στα εσώψυχά μας».