Μια κοπέλα 29 ετών από την Ολλανδία ζήτησε να υποβληθεί σε υποβοηθούμενο θάνατο, γιατί νοσεί από ψυχικές ασθένειες, που θεωρεί πως είναι μη αντιμετωπίσιμες, σε βαθμό που είχε σκεφτεί να βάλει τέλος στη ζωή της στο παρελθόν.

Η Zoraya ter Beek κατάγεται από την Ολλανδία -χώρα που αναγνωρίζει τον υποβοηθούμενο θάνατο- και έδωσε συνέντευξη στη «Guardian», τονίζοντας πως τα ζητήματά της ξεκινούν από την παιδική ηλικία.

Συγκεκριμένα, έχει χρόνια κατάθλιψη, άγχος, απροσδιόριστη διαταραχή προσωπικότητας και έχει διαγνωστεί με αυτισμό.

Όταν συνάντησε τον σύντροφό της, σκέφτηκε ότι το ασφαλές περιβάλλον που της πρόσφερε θα τη γιάτρευε, όμως συνέχισε να αυτοτραυματίζεται και να έχει τάσεις αυτοκτονίας, όπως ισχυρίζεται η ίδια.

Έκτοτε, ξεκίνησε εντατικές θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων θεραπειών ομιλίας, φαρμακευτικής αγωγής και περισσότερες από 30 συνεδρίες ηλεκτροσπασμοθεραπείας (ECT). «Στη θεραπεία, έμαθα πολλά για τον εαυτό μου και τους μηχανισμούς αντιμετώπισης, αλλά δεν έλυσε τα κύρια προβλήματα. Στην αρχή της θεραπείας, ξεκινάμε αισιόδοξοι. Νόμιζα ότι θα γινόμουν καλύτερα, αλλά όσο περισσότερο συνεχίζεται η θεραπεία, αρχίζεις να χάνεις την ελπίδα σου», είπε χαρακτηριστικά.

Κάποια στιγμή επιχείρησε να βάλει τέλος στη ζωή της, αλλά σταμάτησε, επειδή μια φίλη της από το σχολείο αυτοκτόνησε και τότε εκείνη συνειδητοποίησε τον αντίκτυπο του θανάτου στους επιζώντες, οι οποίοι μένουν με τη μνήμη του νεκρού.

Έτσι, υπέβαλε πριν από χρόνια αίτημα για υποβοηθούμενο θάνατο, ενώ πέρασε από παρά πολλές συνεδρίες μέχρι να λάβει την τελική έγκριση, καθώς υπάρχει αυστηρό πρωτόκολλο ασφαλείας.

«Δεν σε εγκρίνουν από τη μια μέρα στην άλλη. Σε παρακολουθούν για καιρό, ώστε να διαπιστώσουν πως είσαι πνευματικά υγιής και δεν σε επηρεάζει κάποια άποψη, άτομο ή άλλος παράγοντας», είπε η κοπέλα.

Η 29χρονη Zoraya ter Beek έχει προετοιμάσει όσο μπορεί την οικογένειά της για τον θάνατό της. «Θα ξεκινήσουν δίνοντάς μου ένα ηρεμιστικό και δεν θα μου δώσουν τα φάρμακα που σταματούν την καρδιά μου μέχρι να πέσω σε κώμα. Για μένα θα είναι σαν να με παίρνει ο ύπνος. Ο σύντροφός μου θα είναι εκεί, αλλά του έχω πει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, αν χρειαστεί να φύγει από το δωμάτιο πριν από τη στιγμή του… Μερικές φορές όταν αγαπάς κάποιον, πρέπει να τον αφήσεις να φύγει».

Οι διαφορές με την ευθανασία και την υποβοηθούμενη αυτοκτονία

Ο υποβοηθούμενος θάνατος αφορά ανθρώπους που είναι στο τελικό στάδιο της ασθένειάς τους και γνωρίζουν πως δεν υπάρχει θεραπεία, πέρα από το να παρατείνουν τη διάρκεια ζωής τους όσο μπορούν.

Αυτός ο τρόπος για να βάλει κάποιο άτομο τέλος στη ζωή του επιτρέπεται στην Ελβετία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία, τον Καναδά και στις εξής Πολιτείες των ΗΠΑ: Όρεγκον, Ουάσιγκτον και Καλιφόρνια.

Επίσης, διαφέρει από την ευθανασία, καθώς η πρώτη είναι η πράξη του σκόπιμου τερματισμού μιας ζωής για την ανακούφιση από τον πόνο.

Αυτή η πράξη γίνεται με πρωτοβουλία τρίτου προσώπου και ο ασθενής δεν έχει δυνατότητα να αντιδράσει (π.χ. βρίσκεται σε κώμα), ενώ πραγματοποιείται μέσω ενέσιμου διαλύματος ή χαπιού, για να τερματιστεί αμέσως η ζωή ενός ατόμου. Είναι πράξη παράνομη και διώκεται, γιατί θεωρείται έγκλημα.

Επιπλέον, η υποβοηθούμενη αυτοκτονία είναι όταν ο ασθενής ζητάει από ένα γιατρό να τερματιστεί η ζωή του.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πάντα ότι πεθαίνει ένας άνθρωπος λίγο καιρό εφόσον κάνει αίτημα, αλλά πως δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για να φύγει από τη ζωή. Παραδείγματος χάριν, ένας καρκινοπαθής μπορεί να ζητήσει να διακόψει νόμιμα τις θεραπείες και να λάβει φάρμακα, που θα επιταχύνουν τον θάνατό του.

Αυτός ο ιατρικός τρόπος επιτρέπεται σε Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο και Ισπανία, ενώ υπάρχουν έντονες συζητήσεις σε άλλες χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Πορτογαλίας.